- ἀνθρακιή
- ἀνθρακιή (ἄνθραξ): heap of glowing coals, Il. 9.213†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀνθρακιῇ — ἀνθρακίζω make charcoal of fut ind mid 2nd sg ἀνθρακιά burning charcoal fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθρακίαις — Ἀνθρακίη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθρακίην — Ἀνθρακίη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθρακίης — Ἀνθρακίη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθρακία — Ἀνθρακίᾱ , Ἀνθρακίη fem nom/voc/acc dual Ἀνθρακίᾱ , Ἀνθρακίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθρακίας — Ἀνθρακίᾱς , Ἀνθρακίη fem acc pl Ἀνθρακίᾱς , Ἀνθρακίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρακιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 124 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. * * * και αθρακιά, αθράκα, θράκα, η (AM ἀνθρακιά και Α επικ. ἀνθρακιή) 1. σωρός από αναμμένα κάρβουνα 2. στάχτη από κάρβουνα, καπνιά νεοελλ. η… … Dictionary of Greek
Ἀνθρακίαι — Ἀνθρακίᾱͅ , Ἀνθρακίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθρακίαν — Ἀνθρακίᾱν , Ἀνθρακίη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)